Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀστολογέω
Ὀστολόγοι
ὀστοῦν
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστρακισμός
ὄστρακον
ὀστρακοφορίᾱ
ὀστρέινος
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστώδης
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντήριος
ὄσφρησις
ὀσφῦς
ὅσῳ
ὄτα
ὅταν
ὅτανπερ
View word page
ὀστρειο-γραφής
ὀστρειογραφήςέςadjγραφή of shieldspainted in purplePlu.quot.epigr.

ShortDef

purple-painted

Debugging

Headword:
ὀστρειογραφής
Headword (normalized):
ὀστρειογραφής
Headword (normalized/stripped):
οστρειογραφης
IDX:
28987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28988
Key:
ὀστρειογραφής

Data

{'headword_display': '<b>ὀστρειο-γραφής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀστρειο<hyph/>γραφής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γραφή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of shields</Indic><Tr>painted in purple</Tr><Au>Plu.<LblR>quot.epigr.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀστρειογραφής'}