Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὅστισπερ
ὄστλιγγες
ὀστολογέω
Ὀστολόγοι
ὀστοῦν
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστρακισμός
ὄστρακον
ὀστρακοφορίᾱ
ὀστρέινος
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστώδης
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντήριος
ὄσφρησις
ὀσφῦς
ὅσῳ
ὄτα
View word page
ὀστρακοφορίᾱ
ὀστρακοφορίᾱᾱςfφέρω holding of an ostrakon voteArist. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀστρακοφορίᾱ
Headword (normalized):
ὀστρακοφορίᾱ
Headword (normalized/stripped):
οστρακοφορια
IDX:
28985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28986
Key:
ὀστρακοφορίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ὀστρακοφορίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀστρακοφορίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>holding of an ostrakon vote</Tr><Au>Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀστρακοφορίᾱ'}