Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁστισδήποτε
ὁστισδηποτοῦν
ὁστισοῦν
ὅστισπερ
ὄστλιγγες
ὀστολογέω
Ὀστολόγοι
ὀστοῦν
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστρακισμός
ὄστρακον
ὀστρακοφορίᾱ
ὀστρέινος
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστώδης
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντήριος
ὄσφρησις
View word page
ὀστράκινος
ὀστράκινοςη ονadjof containersearthenwareNT.

ShortDef

earthen, of clay

Debugging

Headword:
ὀστράκινος
Headword (normalized):
ὀστράκινος
Headword (normalized/stripped):
οστρακινος
IDX:
28982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28983
Key:
ὀστράκινος

Data

{'headword_display': '<b>ὀστράκινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀστράκινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of containers</Indic><Tr>earthenware</Tr><Au>NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀστράκινος'}