Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὅσσος
ὅστε
ὀστέινος
ὀστέον
ὅστις
ὁστισδή
ὁστισδήποτε
ὁστισδηποτοῦν
ὁστισοῦν
ὅστισπερ
ὄστλιγγες
ὀστολογέω
Ὀστολόγοι
ὀστοῦν
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστρακισμός
ὄστρακον
ὀστρακοφορίᾱ
ὀστρέινος
View word page
ὄστλιγγες
ὄστλιγγεςωνf.pl curled locksof hairCall. curling flamesof fireAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄστλιγγες
Headword (normalized):
ὄστλιγγες
Headword (normalized/stripped):
οστλιγγες
IDX:
28976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28977
Key:
ὄστλιγγες

Data

{'headword_display': '<b>ὄστλιγγες</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὄστλιγγες</HL><Infl>ων</Infl><PS>f.pl</PS></HG> <nS1><Tr>curled locks<Expl>of hair</Expl></Tr><Au>Call.</Au></nS1> <nS1><Tr>curling flames<Expl>of fire</Expl></Tr><Au>AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὄστλιγγες'}