Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄσσε
ὁσσίχος
ὄσσομαι
ὅσσος
ὅστε
ὀστέινος
ὀστέον
ὅστις
ὁστισδή
ὁστισδήποτε
ὁστισδηποτοῦν
ὁστισοῦν
ὅστισπερ
ὄστλιγγες
ὀστολογέω
Ὀστολόγοι
ὀστοῦν
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστρακισμός
View word page
ὁστισ-δηποτ-οῦν
ὁστισ-δηποτ-οῦνorὅστις δή ποτ’ οὖνmasc.indef. relatv.adj whoeverwhichever it isAeschin. D.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁστισδηποτοῦν
Headword (normalized):
ὁστισδηποτοῦν
Headword (normalized/stripped):
οστισδηποτουν
IDX:
28973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28974
Key:
ὁστισδηποτοῦν

Data

{'headword_display': '<b>ὁστισ-δηποτ-οῦν</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὁστισ-δηποτ-οῦν<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>ὅστις δή ποτ’ οὖν</FmHL></VL></HL><PS>masc.indef. relatv.adj</PS></HG> <aS1><Tr>whoever<or/>whichever it is</Tr><Au>Aeschin. D.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὁστισδηποτοῦν'}