Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἰτίωμα
Αἴτνη
Αἰτωλίᾱ
αἴφνης
αἰφνίδιος
αἰχμᾱ́
αἰχμᾱ́εις
αἰχμάζω
αἰχμαλωσίᾱ
αἰχμαλωτίζομαι
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτίς
αἰχμάλωτος
αἰχμή
αἰχμητής
αἰχμοφόρος
αἶψα
αἰψηροκέλευθος
αἰψηρός
ἀίω
ἀίω
View word page
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτικόςή όνadj of living quartersfor captivesE.

ShortDef

of/for a prisoner

Debugging

Headword:
αἰχμαλωτικός
Headword (normalized):
αἰχμαλωτικός
Headword (normalized/stripped):
αιχμαλωτικος
IDX:
2893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2894
Key:
αἰχμαλωτικός

Data

{'headword_display': '<b>αἰχμαλωτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἰχμαλωτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of living quarters</Indic><Tr>for captives</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἰχμαλωτικός'}