Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρχησμοί
ὀρχηστήρ
ὀρχηστής
ὀρχηστικός
ὀρχηστοδιδάσκαλος
ὀρχήστρα
ὀρχηστρίς
ὀρχηστῡ́ς
ὀρχίλος
ὀρχίπεδα
ὀρχιπεδίζω
ὄρχις
Ὀρχομενός
ὄρχος
ὄρωρε
ὀρωρέχαται
ὀρώρῃ
ὀρώρυγμαι
ὅς
ὅς
ὅς
View word page
ὀρχιπεδίζω
ὀρχιπεδίζωvbaor.
ὠρχιπέδισα
fondle the testiclesof a manAr.

ShortDef

seize the testicles

Debugging

Headword:
ὀρχιπεδίζω
Headword (normalized):
ὀρχιπεδίζω
Headword (normalized/stripped):
ορχιπεδιζω
IDX:
28930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28931
Key:
ὀρχιπεδίζω

Data

{'headword_display': '<b>ὀρχιπεδίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὀρχιπεδίζω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>ὠρχιπέδισα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>fondle the testicles<Expl>of a man</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὀρχιπεδίζω'}