Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἴτιος
αἰτίωμα
Αἴτνη
Αἰτωλίᾱ
αἴφνης
αἰφνίδιος
αἰχμᾱ́
αἰχμᾱ́εις
αἰχμάζω
αἰχμαλωσίᾱ
αἰχμαλωτίζομαι
αἰχμαλωτικός
αἰχμαλωτίς
αἰχμάλωτος
αἰχμή
αἰχμητής
αἰχμοφόρος
αἶψα
αἰψηροκέλευθος
αἰψηρός
ἀίω
View word page
αἰχμαλωτίζομαι
αἰχμαλωτίζομαιpass.vb be taken captiveNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἰχμαλωτίζομαι
Headword (normalized):
αἰχμαλωτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αιχμαλωτιζομαι
IDX:
2892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2893
Key:
αἰχμαλωτίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>αἰχμαλωτίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>αἰχμαλωτίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be taken captive</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'αἰχμαλωτίζομαι'}