Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄρυξις
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανίᾱ
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφανιστής
ὀρφανός
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
ὀρφναῖος
ὄρφνη
ὄρφνινος
ὀρφώς
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηδόν
View word page
ὀρφανο-φύλαξ
ὀρφανοφύλαξακοςm guardian of orphansref. to a state official at AthensX.

ShortDef

guardian of an orphan

Debugging

Headword:
ὀρφανοφύλαξ
Headword (normalized):
ὀρφανοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
ορφανοφυλαξ
IDX:
28906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28907
Key:
ὀρφανοφύλαξ

Data

{'headword_display': '<b>ὀρφανο-φύλαξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀρφανο<hyph/>φύλαξ</HL><Infl>ακος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>guardian of orphans<Expl>ref. to a state official at Athens</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀρφανοφύλαξ'}