Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὄρυξις
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανίᾱ
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφανιστής
ὀρφανός
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
ὀρφναῖος
ὄρφνη
ὄρφνινος
ὀρφώς
ὄρχαμος
ὄρχατος
View word page
ὀρφανιστής
ὀρφανιστήςοῦmὀρφανίζω one who cares for orphansguardianS.

ShortDef

a tender of orphans, a guardian

Debugging

Headword:
ὀρφανιστής
Headword (normalized):
ὀρφανιστής
Headword (normalized/stripped):
ορφανιστης
IDX:
28904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28905
Key:
ὀρφανιστής

Data

{'headword_display': '<b>ὀρφανιστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀρφανιστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ὀρφανίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who cares for orphans</Def><Tr>guardian</Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀρφανιστής'}