Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομήτρᾱ
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὄρυγμα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὄρυξις
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανίᾱ
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφανιστής
ὀρφανός
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
ὀρφναῖος
View word page
ὀρφάνευμα
ὀρφάνευμαατοςnὀρφανεύω orphanhoodE.

ShortDef

orphan state, orphanhood

Debugging

Headword:
ὀρφάνευμα
Headword (normalized):
ὀρφάνευμα
Headword (normalized/stripped):
ορφανευμα
IDX:
28899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28900
Key:
ὀρφάνευμα

Data

{'headword_display': '<b>ὀρφάνευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀρφάνευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>ὀρφανεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>orphanhood</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀρφάνευμα'}