Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρσός
ὀρσοτρίαινα
ὄρσω
ὁρτάζω
ὀρτάλιχος
ὁρτή
Ὀρτυγίᾱ
ὀρτυγοθήρᾱς
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομήτρᾱ
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὄρυγμα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὄρυξις
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανίᾱ
View word page
ὀρτυγο-τρόφος
ὀρτυγοτρόφοςουmτρέφω quail-breederPl.

ShortDef

keeper of quails

Debugging

Headword:
ὀρτυγοτρόφος
Headword (normalized):
ὀρτυγοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
ορτυγοτροφος
IDX:
28891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28892
Key:
ὀρτυγοτρόφος

Data

{'headword_display': '<b>ὀρτυγο-τρόφος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀρτυγο<hyph/>τρόφος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>quail-breeder</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀρτυγοτρόφος'}