Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρσινεφής
ὄρσο
ὀρσοθύρη
ὀρσολοπέομαι
ὀρσολοπεύω
ὀρσολόπος
ὀρσός
ὀρσοτρίαινα
ὄρσω
ὁρτάζω
ὀρτάλιχος
ὁρτή
Ὀρτυγίᾱ
ὀρτυγοθήρᾱς
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομήτρᾱ
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὄρυγμα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
View word page
ὀρτάλιχος
ὀρτάλιχοςουm young bird, chickA. Theoc.for eatingAr.

ShortDef

a chick, chicken

Debugging

Headword:
ὀρτάλιχος
Headword (normalized):
ὀρτάλιχος
Headword (normalized/stripped):
ορταλιχος
IDX:
28885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28886
Key:
ὀρτάλιχος

Data

{'headword_display': '<b>ὀρτάλιχος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀρτάλιχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>young bird, chick</Tr><Au>A. Theoc.</Au><nS2><Indic>for eating</Indic><Au>Ar.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ὀρτάλιχος'}