Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄροβοι
ὀρόγυια
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὁροθεσίᾱ
ὀροθῡ́νω
ὄροιτο
ὀροιτύπος
ὄρομαι
ὀρομᾱλίδες
ὀρόμενος
ὅρος
ὀρός
ὄρος
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφίᾱς
ὄροφος
ὁρόω
ὄρπετον
View word page
ὀρόμενος
ὀρόμενοςep.aor.2 mid.ptcpl.seeὄρνυμαι, underὄρνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρόμενος
Headword (normalized):
ὀρόμενος
Headword (normalized/stripped):
ορομενος
IDX:
28853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28854
Key:
ὀρόμενος

Data

{'headword_display': '<b>ὀρόμενος</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὀρόμενος<LblR>ep.aor.2 mid.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὄρνυμαι</Ref>, under<Ref>ὄρνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀρόμενος'}