Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρνῑχολόχος
ὄρνῡμι
ὄροβοι
ὀρόγυια
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὁροθεσίᾱ
ὀροθῡ́νω
ὄροιτο
ὀροιτύπος
ὄρομαι
ὀρομᾱλίδες
ὀρόμενος
ὅρος
ὀρός
ὄρος
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφίᾱς
ὄροφος
View word page
ὄρομαι
ὄρομαιep.mid.vbseeἐπιόρομαι

ShortDef

to watch, keep watch and ward

Debugging

Headword:
ὄρομαι
Headword (normalized):
ὄρομαι
Headword (normalized/stripped):
ορομαι
IDX:
28851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28852
Key:
ὄρομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὄρομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὄρομαι</HL><PS>ep.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἐπιόρομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὄρομαι'}