Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄρνις
ὀρνῑχολόχος
ὄρνῡμι
ὄροβοι
ὀρόγυια
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὁροθεσίᾱ
ὀροθῡ́νω
ὄροιτο
ὀροιτύπος
ὄρομαι
ὀρομᾱλίδες
ὀρόμενος
ὅρος
ὀρός
ὄρος
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφίᾱς
View word page
ὀροιτύπος
ὀροιτύποςep.msee underὀροτύπος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀροιτύπος
Headword (normalized):
ὀροιτύπος
Headword (normalized/stripped):
οροιτυπος
IDX:
28850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28851
Key:
ὀροιτύπος

Data

{'headword_display': '<b>ὀροιτύπος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὀροιτύπος</HL><PS>ep.m</PS></HG><XR>see under<Ref>ὀροτύπος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀροιτύπος'}