Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ὀρνῑθοτροφίᾱ
ὄρνις
ὀρνῑχολόχος
ὄρνῡμι
ὄροβοι
ὀρόγυια
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὁροθεσίᾱ
ὀροθῡ́νω
ὄροιτο
ὀροιτύπος
ὄρομαι
ὀρομᾱλίδες
ὀρόμενος
ὅρος
ὀρός
ὄρος
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
View word page
ὄροιτο
ὄροιτο
ep.3sg.aor.2 mid.opt.
see
ὄρνυμαι
, under
ὄρνῡμι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὄροιτο
Headword (normalized):
ὄροιτο
Headword (normalized/stripped):
οροιτο
IDX:
28849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28850
Key:
ὄροιτο
Data
{'headword_display': '<b>ὄροιτο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὄροιτο<LblR>ep.3sg.aor.2 mid.opt.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὄρνυμαι</Ref>, under<Ref>ὄρνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὄροιτο'}