Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρνῑθόγονος
ὀρνῑθοθήρᾱς
ὀρνῑθομανέω
ὀρνῑθοσκόπος
ὀρνῑθοτροφίᾱ
ὄρνις
ὀρνῑχολόχος
ὄρνῡμι
ὄροβοι
ὀρόγυια
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὁροθεσίᾱ
ὀροθῡ́νω
ὄροιτο
ὀροιτύπος
ὄρομαι
ὀρομᾱλίδες
ὀρόμενος
ὅρος
ὀρός
View word page
ὀροδαμνίς
ὀροδαμνίςίδοςfὀρόδαμνος branchof a treeTheoc.

ShortDef

a sprig, spray

Debugging

Headword:
ὀροδαμνίς
Headword (normalized):
ὀροδαμνίς
Headword (normalized/stripped):
οροδαμνις
IDX:
28845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28846
Key:
ὀροδαμνίς

Data

{'headword_display': '<b>ὀροδαμνίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀροδαμνίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ὀρόδαμνος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>branch<Expl>of a tree</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'ὀροδαμνίς'}