Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἰτητός
αἰτίᾱ
αἰτιάζομαι
αἰτίᾱμα
αἰτιάομαι
αἰτίᾱσις
αἰτιᾱτός
αἰτίζω
αἰτίη
αἴτιος
αἰτίωμα
Αἴτνη
Αἰτωλίᾱ
αἴφνης
αἰφνίδιος
αἰχμᾱ́
αἰχμᾱ́εις
αἰχμάζω
αἰχμαλωσίᾱ
αἰχμαλωτίζομαι
αἰχμαλωτικός
View word page
αἰτίωμα
αἰτίωμαατοςn accusation, chargeNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἰτίωμα
Headword (normalized):
αἰτίωμα
Headword (normalized/stripped):
αιτιωμα
IDX:
2883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2884
Key:
αἰτίωμα

Data

{'headword_display': '<b>αἰτίωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>αἰτίωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>accusation, charge</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'αἰτίωμα'}