Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁρμᾱ́
ὁρμαθός
ὁρμαίνω
ὁρμάω
ὄρμενος
ὁρμέω
ὁρμή
ὅρμημα
ὁρμητήριον
ὁρμιᾱ́
ὁρμιᾱτόνος
ὁρμίζω
ὅρμος
ὅρμος
ὀρνᾱπέτιον
ὄρνεον
ὀρνῑ́θαρχος
ὀρνῑθείᾱ
ὀρνῑ́θειος
ὀρνῑθευτής
ὀρνῑθευτικός
View word page
ὁρμιᾱ-τόνος
ὁρμιᾱτόνοςουmτείνω one who extends a linefishermanE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁρμιᾱτόνος
Headword (normalized):
ὁρμιᾱτόνος
Headword (normalized/stripped):
ορμιατονος
IDX:
28821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28822
Key:
ὁρμιᾱτόνος

Data

{'headword_display': '<b>ὁρμιᾱ-τόνος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁρμιᾱ<hyph/>τόνος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>τείνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who extends a line</Def><Tr>fisherman</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὁρμιᾱτόνος'}