Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρῑ́νω
ὅριος
ὀρίπλαγκτος
ὅρισμα
ὁρισμός
ὁριστής
ὁριστικός
ὁριστός
ὀριτρεφής
ὁρκάνη
ὁρκιᾱτομέω
ὁρκίζω
ὅρκιον
ὅρκιος
ὁρκισμός
ὅρκος
ὁρκόω
ὁρκώματα
ὁρκωμόσια
ὁρκωμοτέω
ὁρκωτής
View word page
ὁρκιᾱτομέω
ὁρκιᾱτομέωdial.contr.vbὅρκιοντέμνω swear a solemn agreementw.dat.w. someoneTimocr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁρκιᾱτομέω
Headword (normalized):
ὁρκιᾱτομέω
Headword (normalized/stripped):
ορκιατομεω
IDX:
28800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28801
Key:
ὁρκιᾱτομέω

Data

{'headword_display': '<b>ὁρκιᾱτομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὁρκιᾱτομέω</HL><PS>dial.contr.vb</PS><Ety><Ref>ὅρκιον</Ref><Ref>τέμνω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>swear a solemn agreement</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Timocr.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὁρκιᾱτομέω'}