Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρικοίτᾱς
ὀρικός
ὀρῑ́νω
ὅριος
ὀρίπλαγκτος
ὅρισμα
ὁρισμός
ὁριστής
ὁριστικός
ὁριστός
ὀριτρεφής
ὁρκάνη
ὁρκιᾱτομέω
ὁρκίζω
ὅρκιον
ὅρκιος
ὁρκισμός
ὅρκος
ὁρκόω
ὁρκώματα
ὁρκωμόσια
View word page
ὀρι-τρεφής
ὀριτρεφήςέςadjὄροςτρέφω of a wild olivegrown on a mountainAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀριτρεφής
Headword (normalized):
ὀριτρεφής
Headword (normalized/stripped):
οριτρεφης
IDX:
28798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28799
Key:
ὀριτρεφής

Data

{'headword_display': '<b>ὀρι-τρεφής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀρι<hyph/>τρεφής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὄρος</Ref><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>of a wild olive</Indic><Tr>grown on a mountain</Tr><Au>AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀριτρεφής'}