Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρίγονος
ὁρίζω
ὀρικοίτᾱς
ὀρικός
ὀρῑ́νω
ὅριος
ὀρίπλαγκτος
ὅρισμα
ὁρισμός
ὁριστής
ὁριστικός
ὁριστός
ὀριτρεφής
ὁρκάνη
ὁρκιᾱτομέω
ὁρκίζω
ὅρκιον
ὅρκιος
ὁρκισμός
ὅρκος
ὁρκόω
View word page
ὁριστικός
ὁριστικός ή όνadjof a verbal descriptiondefiningArist.

ShortDef

of or for defining, indicative

Debugging

Headword:
ὁριστικός
Headword (normalized):
ὁριστικός
Headword (normalized/stripped):
οριστικος
IDX:
28796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28797
Key:
ὁριστικός

Data

{'headword_display': '<b>ὁριστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὁριστικός</HL> <Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a verbal description</Indic><Tr>defining</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὁριστικός'}