Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὅρια
ὀριβάτης
ὀρῑ́γανος
ὀριγνάομαι
ὀρίγονος
ὁρίζω
ὀρικοίτᾱς
ὀρικός
ὀρῑ́νω
ὅριος
ὀρίπλαγκτος
ὅρισμα
ὁρισμός
ὁριστής
ὁριστικός
ὁριστός
ὀριτρεφής
ὁρκάνη
ὁρκιᾱτομέω
ὁρκίζω
ὅρκιον
View word page
ὀρί-πλαγκτος
ὀρίπλαγκτοςονadjὄροςπλαγκτός of nymphsmountain-roamingAr.cj., for ὀρεί-

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρίπλαγκτος
Headword (normalized):
ὀρίπλαγκτος
Headword (normalized/stripped):
οριπλαγκτος
IDX:
28792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28793
Key:
ὀρίπλαγκτος

Data

{'headword_display': '<b>ὀρί-πλαγκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀρί<hyph/>πλαγκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὄρος</Ref><Ref>πλαγκτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of nymphs</Indic><Tr>mountain-roaming</Tr><Au>Ar.<LblR>cj., for <Gr>ὀρεί-</Gr></LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀρίπλαγκτος'}