Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρθώνυμος
Ὀρθωσίᾱ
ὀρθωτήρ
ὅρια
ὀριβάτης
ὀρῑ́γανος
ὀριγνάομαι
ὀρίγονος
ὁρίζω
ὀρικοίτᾱς
ὀρικός
ὀρῑ́νω
ὅριος
ὀρίπλαγκτος
ὅρισμα
ὁρισμός
ὁριστής
ὁριστικός
ὁριστός
ὀριτρεφής
ὁρκάνη
View word page
ὀρικός
ὀρικόςalsoὀρεικόςή όνadjὀρεύςof a draught pairof mulesPl. Is. Aeschin. Plu.

ShortDef

of or for a mule

Debugging

Headword:
ὀρικός
Headword (normalized):
ὀρικός
Headword (normalized/stripped):
ορικος
IDX:
28789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28790
Key:
ὀρικός

Data

{'headword_display': '<b>ὀρικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀρικός<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>ὀρεικός</FmHL></VL></HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὀρεύς</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a draught pair</Indic><Tr>of mules</Tr><Au>Pl. Is. Aeschin. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀρικός'}