Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρθροφοιτοσῡκοφαντοδικοταλαίπωρος
ὀρθώνυμος
Ὀρθωσίᾱ
ὀρθωτήρ
ὅρια
ὀριβάτης
ὀρῑ́γανος
ὀριγνάομαι
ὀρίγονος
ὁρίζω
ὀρικοίτᾱς
ὀρικός
ὀρῑ́νω
ὅριος
ὀρίπλαγκτος
ὅρισμα
ὁρισμός
ὁριστής
ὁριστικός
ὁριστός
ὀριτρεφής
View word page
ὀρι-κοίτᾱς
ὀρικοίτᾱςdial.masc.adjὄροςκοίτη of a centaurwhose bed is in the mountainsLyr.adesp.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρικοίτᾱς
Headword (normalized):
ὀρικοίτᾱς
Headword (normalized/stripped):
ορικοιτας
IDX:
28788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28789
Key:
ὀρικοίτᾱς

Data

{'headword_display': '<b>ὀρι-κοίτᾱς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀρι<hyph/>κοίτᾱς</HL><Infl>ᾱ</Infl><PS>dial.masc.adj</PS><Ety><Ref>ὄρος</Ref><Ref>κοίτη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a centaur</Indic><Tr>whose bed is in the mountains</Tr><Au>Lyr.adesp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀρικοίτᾱς'}