Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρθρογόη
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσῡκοφαντοδικοταλαίπωρος
ὀρθώνυμος
Ὀρθωσίᾱ
ὀρθωτήρ
ὅρια
ὀριβάτης
ὀρῑ́γανος
ὀριγνάομαι
ὀρίγονος
ὁρίζω
ὀρικοίτᾱς
ὀρικός
ὀρῑ́νω
ὅριος
ὀρίπλαγκτος
ὅρισμα
ὁρισμός
ὁριστής
ὁριστικός
View word page
ὀρί-γονος
ὀρίγονοςονadjὄροςγόνος of pines, meton. for shipsmountain-bornTim.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρίγονος
Headword (normalized):
ὀρίγονος
Headword (normalized/stripped):
οριγονος
IDX:
28786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28787
Key:
ὀρίγονος

Data

{'headword_display': '<b>ὀρί-γονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀρί<hyph/>γονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὄρος</Ref><Ref>γόνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of pines, meton. for ships</Indic><Tr>mountain-born</Tr><Au>Tim.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀρίγονος'}