Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθρογόη
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσῡκοφαντοδικοταλαίπωρος
ὀρθώνυμος
Ὀρθωσίᾱ
ὀρθωτήρ
ὅρια
ὀριβάτης
ὀρῑ́γανος
ὀριγνάομαι
ὀρίγονος
ὁρίζω
ὀρικοίτᾱς
ὀρικός
ὀρῑ́νω
ὅριος
ὀρίπλαγκτος
ὅρισμα
View word page
ὀριβάτης
ὀριβάτηςmseeὀρειβάτης

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀριβάτης
Headword (normalized):
ὀριβάτης
Headword (normalized/stripped):
οριβατης
IDX:
28783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28784
Key:
ὀριβάτης

Data

{'headword_display': '<b>ὀριβάτης</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὀριβάτης</HL><PS>m</PS></HG><XR>see<Ref>ὀρειβάτης</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀριβάτης'}