Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρθότης
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθρογόη
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσῡκοφαντοδικοταλαίπωρος
ὀρθώνυμος
Ὀρθωσίᾱ
ὀρθωτήρ
ὅρια
ὀριβάτης
ὀρῑ́γανος
ὀριγνάομαι
ὀρίγονος
ὁρίζω
ὀρικοίτᾱς
ὀρικός
ὀρῑ́νω
View word page
Ὀρθωσίᾱ
Ὀρθωσίᾱfsee underὈρθίᾱ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ὀρθωσίᾱ
Headword (normalized):
ὀρθωσίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ορθωσια
IDX:
28780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28781
Key:
Ὀρθωσίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>Ὀρθωσίᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Ὀρθωσίᾱ</HL><PS>f</PS></HG><XR>see under<Ref>Ὀρθίᾱ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Ὀρθωσίᾱ'}