Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρθοστάται
ὀρθότης
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθρογόη
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσῡκοφαντοδικοταλαίπωρος
ὀρθώνυμος
Ὀρθωσίᾱ
ὀρθωτήρ
ὅρια
ὀριβάτης
ὀρῑ́γανος
ὀριγνάομαι
ὀρίγονος
ὁρίζω
ὀρικοίτᾱς
ὀρικός
View word page
ὀρθ-ώνυμος
ὀρθώνυμοςονadjὀρθόςὄνομα rightly namedA.

ShortDef

rightly named

Debugging

Headword:
ὀρθώνυμος
Headword (normalized):
ὀρθώνυμος
Headword (normalized/stripped):
ορθωνυμος
IDX:
28779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28780
Key:
ὀρθώνυμος

Data

{'headword_display': '<b>ὀρθ-ώνυμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀρθ<hyph/>ώνυμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὀρθός</Ref><Ref>ὄνομα</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>rightly named</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀρθώνυμος'}