Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ὀρθοσταδόν
ὀρθοστάται
ὀρθότης
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθρογόη
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσῡκοφαντοδικοταλαίπωρος
ὀρθώνυμος
Ὀρθωσίᾱ
ὀρθωτήρ
ὅρια
ὀριβάτης
ὀρῑ́γανος
ὀριγνάομαι
ὀρίγονος
ὁρίζω
ὀρικοίτᾱς
View word page
ὀρθρο-φοιτο-σῡκοφαντο-δικο-ταλαίπωρος
ὀρθρο
φοιτο
σῡκοφαντο
δικο
ταλαίπωρος
ον
adj
φοιτάω
σῡκοφάντης
δίκη
of habits
of crack-of-dawn-wandering trumped-up-lawsuit wretchedness
Ar.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀρθροφοιτοσῡκοφαντοδικοταλαίπωρος
Headword (normalized):
ὀρθροφοιτοσῡκοφαντοδικοταλαίπωρος
Headword (normalized/stripped):
ορθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαιπωρος
IDX:
28778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28779
Key:
ὀρθροφοιτοσῡκοφαντοδικοταλαίπωρος
Data
{'headword_display': '<b>ὀρθρο-φοιτο-σῡκοφαντο-δικο-ταλαίπωρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀρθρο<hyph/>φοιτο<hyph/>σῡκοφαντο<hyph/>δικο<hyph/>ταλαίπωρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φοιτάω</Ref><Ref>σῡκοφάντης</Ref><Ref>δίκη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of habits</Indic><Tr>of crack-of-dawn-wandering trumped-up-lawsuit wretchedness</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀρθροφοιτοσῡκοφαντοδικοταλαίπωρος'}