Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρθοπρᾱγέω
ὀρθός
ὀρθοστάδην
ὀρθοστάδιον
ὀρθοσταδόν
ὀρθοστάται
ὀρθότης
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθρογόη
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσῡκοφαντοδικοταλαίπωρος
ὀρθώνυμος
Ὀρθωσίᾱ
ὀρθωτήρ
ὅρια
ὀριβάτης
ὀρῑ́γανος
View word page
ὀρθρινός
ὀρθρινόςή όνadj quasi-advbl., of persons arrivingbefore daybreakNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρθρινός
Headword (normalized):
ὀρθρινός
Headword (normalized/stripped):
ορθρινος
IDX:
28774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28775
Key:
ὀρθρινός

Data

{'headword_display': '<b>ὀρθρινός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀρθρινός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>quasi-advbl., of persons arriving</Indic><Tr>before daybreak</Tr><Au>NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀρθρινός'}