Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρθολογίᾱ
ὀρθομαντείᾱ
ὀρθόμαντις
ὀρθονόμος
ὀρθόπολις
ὀρθόπους
ὀρθοπρᾱγέω
ὀρθός
ὀρθοστάδην
ὀρθοστάδιον
ὀρθοσταδόν
ὀρθοστάται
ὀρθότης
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθρογόη
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσῡκοφαντοδικοταλαίπωρος
View word page
ὀρθο-σταδόν
ὀρθοσταδόνadvstanding up straightE.fr.rising up tallref. to shoots growingAR.

ShortDef

standing upright

Debugging

Headword:
ὀρθοσταδόν
Headword (normalized):
ὀρθοσταδόν
Headword (normalized/stripped):
ορθοσταδον
IDX:
28768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28769
Key:
ὀρθοσταδόν

Data

{'headword_display': '<b>ὀρθο-σταδόν</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ὀρθο<hyph/>σταδόν</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Tr>standing up straight</Tr><Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au><advS2><Tr>rising up tall</Tr><ModVb>ref. to shoots growing<Au>AR.</Au></ModVb></advS2></advS1></AdvE>', 'key': 'ὀρθοσταδόν'}