Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρθόκρᾱνος
ὀρθολογίᾱ
ὀρθομαντείᾱ
ὀρθόμαντις
ὀρθονόμος
ὀρθόπολις
ὀρθόπους
ὀρθοπρᾱγέω
ὀρθός
ὀρθοστάδην
ὀρθοστάδιον
ὀρθοσταδόν
ὀρθοστάται
ὀρθότης
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθρογόη
ὄρθρος
View word page
ὀρθο-στάδιον
ὀρθοστάδιονουnστάδιος a kind of woman's garment which falls straightstraight-line dressAr.

ShortDef

a loose, ungirded tunic

Debugging

Headword:
ὀρθοστάδιον
Headword (normalized):
ὀρθοστάδιον
Headword (normalized/stripped):
ορθοσταδιον
IDX:
28767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28768
Key:
ὀρθοστάδιον

Data

{'headword_display': '<b>ὀρθο-στάδιον</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ὀρθο<hyph/>στάδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>στάδιος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>a kind of woman's garment which falls straight</Def><Tr>straight-line dress</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>", 'key': 'ὀρθοστάδιον'}