Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρθόκραιραι
ὀρθόκρᾱνος
ὀρθολογίᾱ
ὀρθομαντείᾱ
ὀρθόμαντις
ὀρθονόμος
ὀρθόπολις
ὀρθόπους
ὀρθοπρᾱγέω
ὀρθός
ὀρθοστάδην
ὀρθοστάδιον
ὀρθοσταδόν
ὀρθοστάται
ὀρθότης
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρίζω
ὀρθρινός
ὄρθριος
ὀρθρογόη
View word page
ὀρθο-στάδην
ὀρθοστάδηνadvreltd.στάδιοςἵστημι in an upright positionA.

ShortDef

standing upright

Debugging

Headword:
ὀρθοστάδην
Headword (normalized):
ὀρθοστάδην
Headword (normalized/stripped):
ορθοσταδην
IDX:
28766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28767
Key:
ὀρθοστάδην

Data

{'headword_display': '<b>ὀρθο-στάδην</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ὀρθο<hyph/>στάδην</HL><PS>adv</PS><Ety>reltd.<Ref>στάδιος</Ref><Ref>ἵστημι</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>in an upright position</Tr><Au>A.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ὀρθοστάδην'}