Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄρηται
ὀρθεύω
Ὀρθίᾱ
ὀρθιάδε
ὀρθιάζω
ὀρθιάσματα
ὄρθιος
ὀρθόβουλος
ὀρθογώνιος
ὀρθοδαής
ὀρθοδίκαιος
ὀρθοδίκᾱς
ὀρθόδικος
ὀρθοδοξέω
ὀρθοδρομέω
ὀρθοέπεια
ὀρθόθριξ
ὀρθόκραιραι
ὀρθόκρᾱνος
ὀρθολογίᾱ
ὀρθομαντείᾱ
View word page
ὀρθο-δίκαιος
ὀρθοδίκαιοςονadj of a city-statestraight and justA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρθοδίκαιος
Headword (normalized):
ὀρθοδίκαιος
Headword (normalized/stripped):
ορθοδικαιος
IDX:
28749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28750
Key:
ὀρθοδίκαιος

Data

{'headword_display': '<b>ὀρθο-δίκαιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀρθο<hyph/>δίκαιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a city-state</Indic><Tr>straight and just</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀρθοδίκαιος'}