Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁρέοντι
ὀρέοντο
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκόος
ὄρεσσι
ὀρεσσιβάτᾱς
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσινόμος
ὀρέστερος
Ὀρέστης
ὀρεστιάδες
ὄρεσφι
ὁρεῦντι
ὀρεύς
ὄρευς
ὀρεχθέω
ὁρέω
ὀρεωκόμος
ὄρη
ὅρη
ὄρηται
View word page
ὀρεστιάδες
ὀρεστιάδεςωνfem.pl.adjὄρος of nymphsof the mountainsIl. hHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρεστιάδες
Headword (normalized):
ὀρεστιάδες
Headword (normalized/stripped):
ορεστιαδες
IDX:
28729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28730
Key:
ὀρεστιάδες

Data

{'headword_display': '<b>ὀρεστιάδες</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀρεστιάδες</HL><Infl>ων</Infl><PS>fem.pl.adj</PS><Ety><Ref>ὄρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of nymphs</Indic><Tr>of the mountains</Tr><Au>Il. hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀρεστιάδες'}