Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἰσχυντηλός
αἰσχυντήρ
αἰσχυντηρός
αἰσχῡ́νω
Αἴσωπος
αἴτε
αἰτέω
αἴτημα
ἀῑ́της
αἴτησις
αἰτητικός
αἰτητός
αἰτίᾱ
αἰτιάζομαι
αἰτίᾱμα
αἰτιάομαι
αἰτίᾱσις
αἰτιᾱτός
αἰτίζω
αἰτίη
αἴτιος
View word page
αἰτητικός
αἰτητικόςή όνadj of a personfond of askingfor favoursArist.

ShortDef

fond of asking

Debugging

Headword:
αἰτητικός
Headword (normalized):
αἰτητικός
Headword (normalized/stripped):
αιτητικος
IDX:
2872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2873
Key:
αἰτητικός

Data

{'headword_display': '<b>αἰτητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἰτητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>fond of asking<Expl>for favours</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἰτητικός'}