Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοκόμος
ὁρέοντι
ὀρέοντο
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκόος
ὄρεσσι
ὀρεσσιβάτᾱς
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσινόμος
ὀρέστερος
Ὀρέστης
ὀρεστιάδες
ὄρεσφι
ὁρεῦντι
ὀρεύς
ὄρευς
ὀρεχθέω
ὁρέω
View word page
ὀρεσσί-γονος
ὀρεσσίγονοςονep.adjγόνος of nymphsmountain-bornAr.

ShortDef

mountain-born

Debugging

Headword:
ὀρεσσίγονος
Headword (normalized):
ὀρεσσίγονος
Headword (normalized/stripped):
ορεσσιγονος
IDX:
28725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28726
Key:
ὀρεσσίγονος

Data

{'headword_display': '<b>ὀρεσσί-γονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀρεσσί<hyph/>γονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>ep.adj</PS><Ety><Ref>γόνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of nymphs</Indic><Tr>mountain-born</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀρεσσίγονος'}