Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοκόμος
ὁρέοντι
ὀρέοντο
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκόος
ὄρεσσι
ὀρεσσιβάτᾱς
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσινόμος
ὀρέστερος
Ὀρέστης
ὀρεστιάδες
ὄρεσφι
ὁρεῦντι
ὀρεύς
ὄρευς
View word page
ὄρεσσι
ὄρεσσιep.dat.pl.seeὄρος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄρεσσι
Headword (normalized):
ὄρεσσι
Headword (normalized/stripped):
ορεσσι
IDX:
28723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28724
Key:
ὄρεσσι

Data

{'headword_display': '<b>ὄρεσσι</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὄρεσσι<LblR>ep.dat.pl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὄρος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὄρεσσι'}