Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρεῖται
ὀρείτροφος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοκόμος
ὁρέοντι
ὀρέοντο
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκόος
ὄρεσσι
ὀρεσσιβάτᾱς
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσινόμος
ὀρέστερος
Ὀρέστης
ὀρεστιάδες
ὄρεσφι
ὁρεῦντι
View word page
ὀρεσί-τροφος
ὀρεσίτροφοςονadjὄροςτρέφω of a lionmountain-bredHom.

ShortDef

mountain-bred

Debugging

Headword:
ὀρεσίτροφος
Headword (normalized):
ὀρεσίτροφος
Headword (normalized/stripped):
ορεσιτροφος
IDX:
28721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28722
Key:
ὀρεσίτροφος

Data

{'headword_display': '<b>ὀρεσί-τροφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀρεσί<hyph/>τροφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὄρος</Ref><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a lion</Indic><Tr>mountain-bred</Tr><Au>Hom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀρεσίτροφος'}