Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρείπλαγκτος
ὀρεῖται
ὀρείτροφος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοκόμος
ὁρέοντι
ὀρέοντο
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκόος
ὄρεσσι
ὀρεσσιβάτᾱς
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσινόμος
ὀρέστερος
Ὀρέστης
ὀρεστιάδες
ὄρεσφι
View word page
ὀρέοντο
ὀρέοντοep.3pl.aor.2 mid.seeὄρνυμαι, underὄρνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρέοντο
Headword (normalized):
ὀρέοντο
Headword (normalized/stripped):
ορεοντο
IDX:
28720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28721
Key:
ὀρέοντο

Data

{'headword_display': '<b>ὀρέοντο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὀρέοντο<LblR>ep.3pl.aor.2 mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὄρνυμαι</Ref>, under<Ref>ὄρνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀρέοντο'}