Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄρειος
ὀρείπλαγκτος
ὀρεῖται
ὀρείτροφος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοκόμος
ὁρέοντι
ὀρέοντο
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκόος
ὄρεσσι
ὀρεσσιβάτᾱς
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσινόμος
ὀρέστερος
Ὀρέστης
ὀρεστιάδες
View word page
ὁρέοντι
ὁρέοντιdial.3pl.seeὁράω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁρέοντι
Headword (normalized):
ὁρέοντι
Headword (normalized/stripped):
ορεοντι
IDX:
28719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28720
Key:
ὁρέοντι

Data

{'headword_display': '<b>ὁρέοντι</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὁρέοντι<LblR>dial.3pl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὁράω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὁρέοντι'}