Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρεινός
ὄρειος
ὀρείπλαγκτος
ὀρεῖται
ὀρείτροφος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοκόμος
ὁρέοντι
ὀρέοντο
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκόος
ὄρεσσι
ὀρεσσιβάτᾱς
ὀρεσσίγονος
ὀρεσσινόμος
ὀρέστερος
Ὀρέστης
View word page
ὀρεοκόμος
ὀρεοκόμοςmseeὀρεωκόμος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρεοκόμος
Headword (normalized):
ὀρεοκόμος
Headword (normalized/stripped):
ορεοκομος
IDX:
28718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28719
Key:
ὀρεοκόμος

Data

{'headword_display': '<b>ὀρεοκόμος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὀρεοκόμος</HL><PS>m</PS></HG><XR>see<Ref>ὀρεωκόμος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀρεοκόμος'}