Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρειβάτης
ὀρειδρόμος
ὀρεικός
ὀρειλεχής
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὄρειος
ὀρείπλαγκτος
ὀρεῖται
ὀρείτροφος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοκόμος
ὁρέοντι
ὀρέοντο
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκόος
ὄρεσσι
View word page
ὀρειχάλκινος
ὀρειχάλκινοςη ονadjὀρείχαλκοςof a stelemade of orichalcPl.

ShortDef

of orichalc

Debugging

Headword:
ὀρειχάλκινος
Headword (normalized):
ὀρειχάλκινος
Headword (normalized/stripped):
ορειχαλκινος
IDX:
28713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28714
Key:
ὀρειχάλκινος

Data

{'headword_display': '<b>ὀρειχάλκινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀρειχάλκινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὀρείχαλκος</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a stele</Indic><Tr>made of orichalc</Tr><Au>Pl.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'ὀρειχάλκινος'}