Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειδρόμος
ὀρεικός
ὀρειλεχής
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὄρειος
ὀρείπλαγκτος
ὀρεῖται
ὀρείτροφος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοκόμος
ὁρέοντι
ὀρέοντο
ὀρεσίτροφος
ὀρεσκόος
View word page
ὀρεί-τροφος
ὀρείτροφοςονadjὄροςτρέφω of cattlepastured on the hillsS.Ichn.

ShortDef

mountain-bred

Debugging

Headword:
ὀρείτροφος
Headword (normalized):
ὀρείτροφος
Headword (normalized/stripped):
ορειτροφος
IDX:
28712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28713
Key:
ὀρείτροφος

Data

{'headword_display': '<b>ὀρεί-τροφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀρεί<hyph/>τροφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὄρος</Ref><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of cattle</Indic><Tr>pastured on the hills</Tr><Au>S.<Wk>Ichn.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀρείτροφος'}