Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρειάς
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειδρόμος
ὀρεικός
ὀρειλεχής
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὄρειος
ὀρείπλαγκτος
ὀρεῖται
ὀρείτροφος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοκόμος
ὁρέοντι
ὀρέοντο
ὀρεσίτροφος
View word page
ὀρεῖται
ὀρεῖταιep.3sg.fut.mid.seeὄρνυμαι, underὄρνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρεῖται
Headword (normalized):
ὀρεῖται
Headword (normalized/stripped):
ορειται
IDX:
28711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28712
Key:
ὀρεῖται

Data

{'headword_display': '<b>ὀρεῖται</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὀρεῖται<LblR>ep.3sg.fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὄρνυμαι</Ref>, under<Ref>ὄρνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀρεῖται'}