Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀρέγω
ὀρειάς
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειδρόμος
ὀρεικός
ὀρειλεχής
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὄρειος
ὀρείπλαγκτος
ὀρεῖται
ὀρείτροφος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
ὀρεοκόμος
ὁρέοντι
ὀρέοντο
View word page
ὀρείπλαγκτος
ὀρείπλαγκτοςadjseeὀρίπλαγκτος

ShortDef

mountain-roaming

Debugging

Headword:
ὀρείπλαγκτος
Headword (normalized):
ὀρείπλαγκτος
Headword (normalized/stripped):
ορειπλαγκτος
IDX:
28710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28711
Key:
ὀρείπλαγκτος

Data

{'headword_display': '<b>ὀρείπλαγκτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὀρείπλαγκτος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ὀρίπλαγκτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀρείπλαγκτος'}