Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄρεα
ὄρεγμα
ὀρέγνῡμι
ὀρέγω
ὀρειάς
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειδρόμος
ὀρεικός
ὀρειλεχής
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὄρειος
ὀρείπλαγκτος
ὀρεῖται
ὀρείτροφος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
ὄρεξις
View word page
ὀρει-νόμος
ὀρεινόμοςονadjνέμω of Centaursmountain-dwellingE.

ShortDef

mountain-ranging

Debugging

Headword:
ὀρεινόμος
Headword (normalized):
ὀρεινόμος
Headword (normalized/stripped):
ορεινομος
IDX:
28707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28708
Key:
ὀρεινόμος

Data

{'headword_display': '<b>ὀρει-νόμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀρει<hyph/>νόμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νέμω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Centaurs</Indic><Tr>mountain-dwelling</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀρεινόμος'}