Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀργυιαῖος
ὄρεα
ὄρεγμα
ὀρέγνῡμι
ὀρέγω
ὀρειάς
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειδρόμος
ὀρεικός
ὀρειλεχής
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὄρειος
ὀρείπλαγκτος
ὀρεῖται
ὀρείτροφος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρεκτικός
ὀρεκτός
View word page
ὀρει-λεχής
ὀρειλεχήςέςadjλέχος of lionswith mountain lairsEmp.

ShortDef

couching on the hills

Debugging

Headword:
ὀρειλεχής
Headword (normalized):
ὀρειλεχής
Headword (normalized/stripped):
ορειλεχης
IDX:
28706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28707
Key:
ὀρειλεχής

Data

{'headword_display': '<b>ὀρει-λεχής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀρει<hyph/>λεχής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λέχος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of lions</Indic><Tr>with mountain lairs</Tr><Au>Emp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀρειλεχής'}